- ακρόκρημνο
- τοάκρη βράχου απότομη, που σχηματίζει γκρεμό: Προς το μέρος της θάλασσας τα βράχια σχημάτιζαν ακρόκρημνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.